Μία είδηση η οποία επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή μια ραδιοφωνική συνέντευξη του ανθρώπου που την έζησε, κάνει και πάλι το γύρο του διαδικτύου.
Πρόκειται για τη μαρτυρία της καθηγήτριας εγκληματολογίας του πανεπιστημίου «Παρί 11», Αναστασίας Τσουκαλά, και τις διαλέξεις για το ρατσισμό και την ξενοφοβία που έδωσε στη σχολή αξιωματικών της αστυνομίας τον Μάρτιο του 2013.
Όπως η ίδια είπε, μια από τις απαντήσεις των νεαρών υποψηφίων αξιωματικών που καταχειροκροτήθηκε ήταν ότι «εμείς είμαστε φασίστες και υπερήφανοι. Υπάρχει κανένα πρόβλημα;».
Όποιος θέλει, μπορεί να σταματήσει να διαβάζει το κείμενο για λίγο και να ακούσει τι είπε η ίδια η καθηγήτρια στο ραδιόφωνο.
Από το 2008 και τα πρώτα σημάδια του επερχόμενου ξαφνικού θανάτου της χώρας μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η ελληνική αστυνομία βρίσκεται στο προσκήνιο σε κάθε εκδήλωση, διαδήλωση, πορεία και διαμαρτυρία.
Το 2011 και το 2012 η ελληνική αστυνομία έγινε πρώτο θέμα σε ολόκληρο τον κόσμο για τη βιαιότητα με την οποία αντιμετώπιζε τους διαδηλωτές.
Βρέθηκα για πολλές μέρες στους δρόμους της Αθήνας εκείνη την περίοδο και είδα με τα μάτια μου τα εγκλήματα που διαπράττονταν καθημερινά, ειδικά το διήμερο 28-29 Ιουνίου του 2011 αλλά και στις 12 Φεβρουαρίου του 2012.
Εκείνες τις μέρες η αστυνομία σκόρπισε στο κέντρο της Αθήνας περισσότερα από 6.000 χημικά. Έδειρε ανελέητα τον κόσμο, έριξε αέρια στο μετρό και μετέτρεψε τον σταθμό της πλατείας Συντάγματος σε ένα απέραντο νοσοκομείο γεμάτο ανθρώπους με αίματα, μώλωπες και αναπνευστικά προβλήματα.
Όταν μπήκα για λίγη ώρα στο ιατρείο, εκεί που σήμερα θαυμάζουμε εκθέσεις τροφίμων και άλλων προϊόντων, σκέφτηκα για μια στιγμή ότι και στη Μοσούλη κάπως έτσι πρέπει να είναι.
Η πρόσφατη επέτειος του Πολυτεχνείου αποτέλεσε μια ακόμη μικρογραφία της κατάστασης που βιώνει όποιος βρεθεί απέναντι σε έναν αστυνομικό με κακή διάθεση. Διότι, πλέον εκτός, από το να προβλέπουμε τις κινήσεις τους δύο χιλιόμετρα μακριά, πρέπει να είμαστε και ψυχολόγοι για να καταλάβουμε πότε θα σκεφτεί να μας ανοίξει το κεφάλι κρατώντας το γκλομπ ανάποδα για να κάνει μεγαλύτερη ζημιά με την ατσαλένια λαβή.
Πολλά έχουν ειπωθεί για την ικανότητα της διοίκησης της ελληνικής αστυνομίας να ελέγξει στο δρόμο τους εξαγριωμένους ειδικούς φρουρούς, οι οποίοι αναζητούν διαρκώς την πρόφαση για να διαλύσουν μια συγκέντρωση και να σαπίσουν στο ξύλο όποιον βρεθεί στο διάβα τους. Ακόμη κι αν είναι ξένος που βρέθηκε στο λάθος μέρος την πιο ακατάλληλη στιγμή.
Από το 2010 και μετά πληθαίνουν οι καταγγελίες για επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ στο δρόμο, παρότι οι συνάδελφοί τους στα μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν –οι περισσότεροι- να μεταδίδουν τις ειδήσεις με βάση τα δελτία Τύπου της αστυνομίας και όχι το ρεπορτάζ.
Η αστυνομία έχει γίνει φόβητρο για τους πολίτες. Θα μπορούσα να γράψω πολύ πιο σκληρά λόγια, όμως στο δικό μου το μυαλό αυτό είναι το πιο σκληρό όλων.
Ο κόσμος φοβάται όταν βρίσκεται δίπλα σε πάνοπλους στρατιώτες οι οποίοι έτυχε να φορούν τα μπλε της αστυνομίας. Η στολή τους θα μπορούσε κάλλιστα να είναι χακί και να αποτελεί μέρος του εξοπλισμού ενός πεζοναύτη στο Ιράκ.
Το κέντρο της Αθήνας είναι γεμάτο κλούβες και μικρούς στρατούς οι οποίοι φυλάνε άδεια κτίρια. Κι άμα λάχει, σαπίζουν και στο ξύλο κατοίκους των περιοχών όταν τους ζητούν να κλείσουν για λίγο τη μηχανή της κλούβας τις βραδινές ώρες για να καταφέρουν να κοιμηθούν, όπως έγινε το καλοκαίρι απέναντι από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στην Ιπποκράτους.
Ο φασισμός και η παράβαση των νόμων τα οποία περιγράφει η καθηγήτρια εγκληματολογίας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Το έχουμε δει και ζήσει όλοι όσοι είτε βρεθήκαμε στο δρόμο, είτε απλώς είδαμε τα βίντεο του κόσμου στην οθόνη του υπολογιστή μας.
Η αστυνομία που σαπίζει στο ξύλο τον κόσμο στους δρόμους αποτελείται από ανθρώπους-φαντάσματα, η ταυτότητα των οποίων παραμένει άγνωστη στον πολίτη. Κανείς δεν γνωρίζει τα ονόματά τους ή/και πολλές φορές τα πρόσωπά τους, ούτε υπάρχει τρόπος να τους ταυτοποιήσει.
Παράλληλα, όλο και περισσότερες φωτογραφίες με κουκουλοφόρους που κρατούν αυτοσχέδιο οπλισμό πίσω από τις ασπίδες των ΜΑΤ, κάνουν την εμφάνισή τους μετά από κάθε διαδήλωση – «ειρηνική» ή μη.
Αυτό που κάποιοι λένε «παρακράτος» είναι εκείνο που πραγματικά συμβαίνει εκεί έξω και λέγεται απλά και όμορφα «κράτος». Το κράτος είναι αυτό το οποίο έχει στα χέρια του καταγγελίες για πλήρη εκφασισμό των μελλοντικών αξιωματικών της αστυνομίας κι επιλέγει να μην κάνει απολύτως τίποτα.
Το ίδιο κράτος είναι εκείνο που – απρόθυμο να αντιδράσει- βλέπει την κατάχρηση εξουσίας και τη βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίζονται πολίτες και δη γυναίκες και ηλικιωμένοι.
Η κατάσταση αυτή είναι λίγο-πολύ γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο. Το σενάριο είναι, μάλιστα, απλό και δοκιμασμένο. Η ανάγκη για «ασφάλεια» προϋποθέτει τη δημιουργία στρατιωτικοποιημένων αστυνομικών δυνάμεων. Όμως, αυτές οι πλήρως στρατιωτικοποιημένες αστυνομικές δυνάμεις χρειάζονται κι έναν λόγο για τον οποίο βγαίνουν στο δρόμο. Το λόγο τον δίνουν συνήθως οι ίδιοι στον εαυτό τους – ή σε κάποιες περιπτώσεις η βλακεία μερικών.
Η συνέχεια είναι γνωστή.
Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτόν ο οποίο αντιδρά με όποιον τρόπο νομίζει καταλληλότερο σε αυτόν τον αυταρχισμό.
Διάβολε, ακόμη κι ο Μάνος Χατζιδάκις το έχει πει: «Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότοφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού»*.
Έχω να δηλώσω ότι είμαι κι εγώ με το μέρος του παιδιού που σηκώνει το χέρι του όταν κάποιος απέναντι είναι δηλωμένος και περήφανος φασίστας, που δεν υπακούει όσους νόμους δεν του αρέσουν και δολοφονεί. Γιατί όλα όσα έχουμε δει με τα μάτια μας τα τελευταία χρόνια είναι μια διαρκής απόπειρα δολοφονίας. Και για καλή μας τύχη τα θύματα είναι ελάχιστα, σε σχέση με το τι πραγματικά θα μπορούσε να συμβεί.
Η αστυνομία είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας. Και η κοινωνία μας είναι σάπια μέχρι το μεδούλι της. Κι αυτό γιατί πριν από δυόμιση χρόνια επέλεξε να δώσει ξανά τα κλειδιά στους ανθρώπους οι οποίοι οδήγησαν τη χώρα στα σημερινά της χάλια. Κι όχι μόνο αυτό. Έβαλε στη βουλή τους ναζί. Και μάλιστα τους ξαναχειροκρότησε το 2014 στέλνοντάς τους και στην ευρωβουλή αλλά και στα δημοτικά συμβούλια, μαζί με κατακάθια της ποδοσφαιρικής μαφίας.
Αυτή είναι με δυο λόγια η κατάσταση. Εγώ από την πλευρά μου θέλω να πω ένα μπράβο στην καθηγήτρια η οποία εξακολουθεί να κυνηγά το θέμα χωρίς να φοβάται πιθανά αντίποινα. Άλλωστε, όταν έχεις να κάνει με τη χειρότερη εκδοχή της μαφίας, όλα μπορείς να τα περιμένεις.
Κι όπως είπε και η ίδια, αυτοί οι «περήφανοι φασίστες» έχουν αποφοιτήσει και είναι κάπου εκεί έξω.
*(Απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Πάνου Λουκάκου “Η ΑΘΕΑΤΗ ΟΨΗ: Τύπος και Πολιτική στη Μεταπολίτευση( εκδόσεις ΕΣΤΙΑ)