Λίγες ημέρες πριν από το κρίσιμο δημοψήφισμα, ο Σλοβένος φιλόσοφος και κριτικός θεωρητικός Σλάβοϊ Ζίζεκ μίλησε στην “Αυγή” από τη Σεούλ για τις τελευταίες εξελίξεις, για τη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές, για τη σεμνή στάση που κακώς κρατάει ο ΣΥΡΙΖΑ, για τους επικριτές του κόμματος και τις ποικίλες αναλύσεις σχετικά με το “τι πρέπει να κάνει”.
Σχολιάζοντας τη διαπραγμάτευση λέει ότι ο Τσίπρας “μιλάει πολιτικά και οι δανειστές με τεχνικές λεπτομέρειες, οι οποίες υποκρύπτουν ιδεολογία”, και θεωρεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μείνει στην εξουσία για να βελτιώσει τον κρατικό μηχανισμό, αν και αναγνωρίζει πως “ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορεί να επωμισθεί οικονομικά μια επιστροφή στο παλιό κράτος πρόνοιας”. Ο παγκοσμίου φήμης θεωρητικός επισημαίνει πως “ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πραγματικά επικίνδυνος, συνιστά πράγματι απειλή στην παρούσα κατεύθυνση της Ε.Ε.”.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΙΑΜΑΛΗ
* Οι δανειστές επιχείρησαν να ταπεινώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ή να ανατρέψουν τον Τσίπρα;
Νομίζω πως κάτι άλλο κρύβεται από πίσω. Αυτό που είναι τόσο σοκαριστικό σε ότι αφορά την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς η πραγματιστική σεμνότητα της πολιτικής της. Ίσως, ωστόσο, το ατελείωτα επαναλαμβανόμενο σημείο για το πόσο σεμνή είναι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, η παλιά καλή σοσιαλδημοκρατία, ίσως να χάνει τον στόχο της – λες και, αν το επαναλαμβάνουμε αρκετά συχνά, οι ευρωκράτες θα συνειδητοποιήσουν τελικά πως δεν είμαστε πραγματικά επικίνδυνοι και θα μας προσφέρουν βοήθεια… Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πραγματικά επικίνδυνος, συνιστά πράγματι απειλή στην παρούσα κατεύθυνση της Ε.Ε. – ο παγκόσμιος καπιταλισμός τού σήμερα δεν μπορεί να επωμισθεί οικονομικά μια επιστροφή στο παλιό κράτος πρόνοιας. Οπότε υπάρχει κάτι υποκριτικό στις διαβεβαιώσεις σεμνότητας του ΣΥΡΙΖΑ: ζητάει κάτι που δεν είναι δυνατό μέσα στις συνισταμένες του παρόντος παγκόσμιου συστήματος. Μια σοβαρή επιλογή στρατηγικής πρέπει να γίνει: μήπως έχει έρθει η στιγμή να πετάξουμε τη μάσκα της σεμνότητας και να διακηρύξουμε ανοιχτά μια πολύ πιο ριζοσπαστική αλλαγή, που είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλίσουμε ακόμη και ένα σεμνό όφελος; Σε αυτό το πλαίσιο βλέπω το δημοψήφισμα της Κυριακής.
* Να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος; Αν κερδίσει το Ναι πρέπει να παραμείνει στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ;
Είναι μια δύσκολη ερώτηση στρατηγικής. Οι μπελάδες στους οποίους μπήκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξαν μια σειρά εξαιρετικά ανόητων επικρίσεων. Υπάρχει μια ανάλυση που θέλει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να πάψει να γελοιοποιείται, να απορρίψει την πίεση της Ε.Ε. και να διακινδυνεύσει ένα Grexit – αλλά μετά, τι; Αυτοί που σχεδιάζουν την οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν καλά πως μια τέτοια χειρονομία θα προκαλούσε μια άμεση περαιτέρω πτώση του επιπέδου ζωής για ένα επιπλέον 30% (τουλάχιστον), επιφέροντας δυστυχία σε ένα νέο δυσβάσταχτο επίπεδο, υπό την απειλή της λαϊκής αναταραχής, ακόμα και της στρατιωτικής δικτατορίας. Η προοπτική αυτών των ηρωικών πράξεων είναι λοιπόν μια πρόκληση στην οποία πρέπει να αντισταθούμε.
Μετά, υπάρχουν εκκλήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψει στις ρίζες του: να μην γίνει ένα ακόμη κοινοβουλευτικό κυβερνητικό κόμμα, η πραγματική αλλαγή μπορεί να έρθει μονάχα από “τα κάτω”, από τους ίδιους τους ανθρώπους, από την αυτοοργάνωση, όχι από τους κρατικούς μηχανισμούς… Άλλη μία περίπτωση κενολογίας, δεδομένου ότι αποφεύγει το κρίσιμο πρόβλημα, το οποίο δεν είναι άλλο από το πώς να χειριστεί τη διεθνή πίεση αναφορικά με το χρέος ή, γενικότερα, πώς να ασκήσει εξουσία και να λειτουργήσει το κράτος.
Η από “τα κάτω” αυτοοργάνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το κράτος, και το ερώτημα είναι πώς να αναδιοργανώσεις τον κρατικό μηχανισμό ώστε να τον κάνεις να λειτουργεί διαφορετικά.
Μετά υπάρχουν διαμαρτυρίες πως η διοίκηση της Ε.Ε. αγνοεί βάναυσα τα δεινά του ελληνικού λαού, στην τυφλή εμμονή της να τον ταπεινώσει και να τον νουθετήσει, πως ακόμη και χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, δεν επέδειξαν ίχνος αλληλεγγύης στην Ελλάδα… Μα γιατί; Τι περίμεναν οι επικριτές; Περίμεναν μήπως η διοίκηση της Ε.Ε. να κατανοήσει μαγικά την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ και να υπακούσει σε αυτή δρώντας ανάλογα; H διοίκηση της Ε.Ε. απλώς κάνει αυτό που έκανε πάντα. Μετά υπάρχει η μομφή ότι η Ελλάδα στρέφεται για βοήθεια στη Ρωσία και την Κίνα – λες και η ίδια η Ευρώπη δεν σπρώχνει την Ελλάδα προς αυτή την κατεύθυνση με την ταπεινωτική πίεση που της ασκεί.
Μετά υπάρχει ο ισχυρισμός πως φαινόμενα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύουν πως ο παραδοσιακός διαχωρισμός Αριστερά / Δεξιά έχει ξεπεραστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα αποκαλείται “άκρα αριστερά”, και η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία Άκρα Δεξιά, ίσως επειδή τα δύο κόμματα μάχονται για την κρατική κυριαρχία, ενάντια στις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Είναι λοιπόν πολύ λογικό πως, στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεργάζεται με ένα μικρό δεξιό κόμμα που τάσσεται υπέρ της εθνικής κυριαρχίας. Στις 22 Απριλίου 2015, ο Φρανσουά Ολάντ είπε στη διάρκεια τηλεοπτικής εμφάνισης ότι η Μαρίν Λεπέν πλέον ακούγεται σαν τον Ζωρζ Μαρσέ (Γάλλος κομμουνιστής ηγέτης) της δεκαετίας του ’70 – εκφωνώντας την ίδια πατριωτική διακήρυξη υπεράσπισης των δεινών των απλών Γάλλων οι οποίοι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης του διεθνούς κεφαλαίου. Τη στιγμή που βάζουμε στο κάδρο όμως το θέμα των μεταναστών εργατών, αυτός ο παραλληλισμός Εθνικού Μετώπου – ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει.
Το συμπέρασμά μου σε αυτό το μπάχαλο είναι: ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παραμείνει στην εξουσία και να κάνει ό,τι είναι δυνατόν να διεισδύσει στον κρατικό μηχανισμό και να επιβάλει μικρές αλλαγές.
* Πώς μπορούμε να υπερκεράσουμε την κρίση των ATM με τα capital controls;
Καθώς δεν είμαι οικονομολόγος, αδυνατώ να σας παράσχω αρμόζουσα απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Οπότε θα αναπτύξω μια γενική θέση. Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού συχνά επισημαίνουν ότι, παρά τις προβλέψεις των επικριτών του, ο καπιταλισμός καταφέρνει συνολικά, από παγκόσμια σκοπιά, όχι μόνο να μην βρίσκεται σε κρίση, αλλά μάλιστα να γνωρίζει μεγαλύτερη ανάπτυξη παρά ποτέ – και δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε σε αυτό. Ο καπιταλισμός, λίγο – πολύ, ακμάζει σε όλον τον κόσμο, από την Κίνα ώς την Αφρική, οπωσδήποτε δεν βρίσκεται σε κρίση – σε κρίση βρίσκονται άνθρωποι που βρέθηκαν στο μάτι του καπιταλιστικού κυκλώνα. Αυτή η ένταση μεταξύ της συνολικής τερατώδους ανάπτυξης και των τοπικών κρίσεων ή της δυστυχίας (και που από καιρού εις καιρόν διχάζει ολόκληρο το σύστημα) είναι κομμάτι της τυπικής λειτουργίας του καπιταλισμού: Ο καπιταλισμός ανανεώνεται μέσω της κρίσης.
Άλλη μια σημαντική παράμετρος είναι πως όχι μόνο η Ελλάδα μα και άλλες χώρες, ειδικά οι ΗΠΑ, αδυνατούν έστω και θεωρητικά να αποπληρώσουν το χρέος του, όπως αυτό έχει δημόσια γνωστοποιηθεί. Οπότε υπάρχουν λογιών λογιών οφειλέτες, με πολύ σαφή τη μεταξύ τους ιεραρχία: Υπάρχουν οφειλέτες που μπορούν να εκβιάσουν τους πιστωτές τους, επειδή απλώς δεν πρέπει να πτωχεύσουν (όπως οι μεγάλες τράπεζες), υπάρχουν οφειλέτες που μπορούν να επιβάλουν τον τρόπο αποπληρωμής του χρέους τους (όπως η κυβέρνηση των ΗΠΑ) και, τέλος, υπάρχουν οφειλέτες που μπορούν να δέχονται εκφοβισμούς και ταπείνωση (όπως η Ελλάδα).
* Ουσιαστικά όλα τα καθεστωτικά μέσα βλέπουμε πως είναι στρατευμένα με το Ναι. Αυτό μπορεί να γυρίσει εναντίον τους;
Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο, το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να αλλάξουμε την προοπτική που έχει λάβει η σύγκρουση. Η διαμάχη που εκτυλίσσεται μεταξύ της Ελλάδας και των επικεφαλής της Ε.Ε., η αδυναμία να βρεθεί συμβιβαστική λύση, είναι στην ουσία της βαθιά συμπτωματική, μιας και στην πραγματικότητα δεν αγγίζει πραγματικά οικονομικά ζητήματα – σε αυτό το σημείο η διαφορά (που κάνει η διαμάχη) είναι μηδαμινή. Η Ε.Ε. συνήθως κατηγορεί τους Έλληνες πως μιλάνε γενικόλογα, πως υπόσχονται ασαφή πράγματα χωρίς συγκεκριμένες λεπτομέρειες, ενώ οι Έλληνες κατηγορούν την Ε.Ε. για προσπάθεια να ελέγξει και την παραμικρή λεπτομέρεια και να επιβληθεί στην Ελλάδα με πιο σκληρό τρόπο απ’ ό,τι έκανε στην προηγούμενη κυβέρνηση.
Μα πίσω από αυτές τις μομφές ελλοχεύει μια άλλη, πολύ βαθύτερη σύγκρουση. Ο Τσίπρας πρόσφατα δήλωσε πως αν συναντούσε μόνος την Άνγκελα Μέρκελ σε δείπνο, θα έβρισκαν λύση σε δύο ώρες. Το επιχείρημα ήταν πως αυτός και η Μέρκελ, και οι δύο πολιτικοί, θα αντιμετώπιζαν τη διαφωνία με πολιτικούς όρους, σε αντίθεση με τους τεχνοκράτες της Ε.Ε., σαν τον επικεφαλής τους Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ. Αν μπορούμε να πούμε πως υπάρχει ένας εμβληματικός κακός στην όλη υπόθεση, αυτός σίγουρα είναι ο Ντάισελμπλουμ, που μάλιστα έχει σαν μότο το εξής: “Αν εξετάσω την πράγματα από ιδεολογική σκοπιά, τότε δεν πρόκειται να καταφέρω τίποτα”. Αυτό μας φέρνει στην καρδιά της υπόθεσης:
Ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης μιλάνε σαν να είναι κομμάτι μιας ανοιχτής πολιτικής διαδικασίας, όπου οι αποφάσεις, οι οποίες είναι αμιγώς “ιδεολογικές” (με κανονιστικούς όρους), πρέπει να παρθούν, ενώ οι τεχνοκράτες της Ε.Ε. μιλάνε σαν όλο αυτό να είναι ζήτημα πολλών λεπτομερών ρυθμιστικών παραμέτρων. Και όταν οι Έλληνες απορρίπτουν αυτήν την προσέγγιση και φέρνουν στο τραπέζι ζητήματα στην ουσία τους περισσότερο πολιτικά, κατηγορούνται πως ψεύδονται, πως αποφεύγουν τις απτές λύσεις κ.λπ. Κι είναι σαφές πως η αλήθεια βρίσκεται στην ελληνική πλευρά:
Η άρνηση της “ιδεολογικής σκοπιάς”, με θιασώτη τον Ντάισελμπλουμ, είναι με τη σειρά της βαθιά ιδεολογία, μασκαρεύεται (παρουσιάζεται ψευδώς) ως οι πλέον εξειδικευμένες ρυθμιστικές αποφάσεις, οι οποίες όμως δεν είναι παρά δομικές πολιτικο-ιδεολογικές αποφάσεις.
Εξαιτίας αυτής της ασυμμετρίας, ο “διάλογος” μεταξύ Τσίπρα ή Βαρουφάκη και των εταίρων τους συχνά παρουσιάζεται σαν διάλογος μεταξύ ενός νέου μαθητή που ζητάει σοβαρή αναμέτρηση πάνω σε βασικά ζητήματα και ενός αλαζόνα καθηγητή ο οποίος, κατά τις απαντήσεις του, αγνοεί απαξιωτικά το ζήτημα και κατσαδιάζει το μαθητή για την τεχνική του απόδοση (“Δεν διατύπωσες σωστά το ένα!”, “Δεν έλαβες υπ’ όψιν σου την παράμετρο του άλλου!”) ή ακόμα παρουσιάζεται σαν διάλογος μεταξύ ενός θύματος βιασμού που προσπαθεί απεγνωσμένα να εξηγήσει τι της έχει συμβεί και ενός αστυνομικού που διαρκώς την διακόπτει ζητώντας πιο “γραφειοκρατικές” λεπτομέρειες. Αυτό το πέρασμα από την πολιτική ορθότητα στην ουδέτερη γραφειοκρατία χαρακτηρίζει όλη μας την πολιτική διαδικασία:
Στρατηγικές αποφάσεις βασισμένες στην εξουσία κρύβονται όλο και περισσότερο κάτω από τον μανδύα γραφειοκρατικών ρυθμίσεων, βασισμένων στην εξειδικευμένη γνώση, και ως εκ τούτου οι διαπραγματεύσεις γίνονται με μεγαλύτερη μυστικοπάθεια, χωρίς καμία δημοκρατική διαβούλευση.