Την Κυριακή 3 Μαΐου συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια χωρίς τον Θανάση Βέγγο, τον ηθοποιό που άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Στη μνήμη του μεγάλου μας ηθοποιού, την ίδια ημέρα, θα πραγματοποιηθεί προβολή του ντοκιμαντέρ «Ένας άνθρωπος παντός καιρού» (2004) του Γιάννη Σολδάτου, στον κινηματογράφο «Αλκυονίδα». Πρόκειται για μια ταινία – αφιέρωμα στον «καλό μας άνθρωπο», με σπάνιες μαρτυρίες του ίδιου του ηθοποιού, φίλων, συγγενών και συνεργατών του, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου.
Στην διάρκειά της, παρακολουθούμε την πορεία του θρυλικού ηθοποιού, μέχρι να καθιερωθεί στη συνείδηση του Έλληνα, ως «ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα της σύγχρονης νεοελληνικής Ιστορίας που γνωρίζει την πάγκοινη αποδοχή, αναγνώριση, εκτίμηση και συμπάθεια». Σε μια σπάνια εμφάνιση ο γιος του, Βασίλης Βέγγος, περιγράφει άγνωστες πτυχές από την καθημερινότητα του πατέρα του.
_________________
Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατο του Θανάση Βέγγου, του ηθοποιού που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. «Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα», έλεγε ο ίδιος. «Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα».
Γεννημένος το Μάιο του 1927 στον Πειραιά, από φτωχή οικογένεια, ο Θανάσης Βέγγος έκανε πολλές δουλειές για να τα βγάλει πέρα, ενώ παράλληλα έβγαινε για διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος έχασε τη θέση του εξαιτίας των αριστερών του φρονημάτων. Οι ιδέες του πατέρα του εξόρισαν και τον Θανάση. Από το 1948 έως το 1950 βρέθηκε στη Μακρόνησο, όπου γνώρισε τον σκηνοθέτη που έμελλε να είναι το «κλειδί» που θα του άνοιγε τις πόρτες του κινηματογράφου, τον Νίκο Κούνδουρο.
Ο σκηνοθέτης, μιλώντας στο tvxs, περιγράφει τον Βέγγο ως έναν άνθρωπο που ακολουθούσε την δική του προσωπική γραμμή, χωρίς να καταφεύγει σε πολιτικές ταμπέλες. «Ο Βέγγος την αντίστασή του την έκανε παίζοντας, την έκανε με τον τρόπο που εκφραζόταν. Μία στάση ζωής απόλυτα συνυφασμένη με τον Ρωμιό τον κυνηγημένο, τον φουκαρά, τον κουρασμένο. Ήταν απολιτικός τελείως. Την πολιτική του την ασκούσε μέσα από τους ρόλους του», εξηγεί.
Ο Κούνδουρος, όταν έφυγαν από την Μακρόνησο, υποσχέθηκε στον Βέγγο να του δώσει δουλειά. Κάπως έτσι, εκείνος βρέθηκε στα γυρίσματα της «Μαγικής Πόλης» το 1954 . Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους σε πολλές ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως στον «Δράκο», τον «Ηλία του 16ου» και το «Ποτέ την Κυριακή», ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως φροντιστής. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος ήρθε το 1960 με την ταινία «Οι δοσατζήδες».
Παρόλο που ο Βέγγος στάθηκε τυχερός στο κινηματογραφικό του ξεκίνημα, δεν συνέβη το ίδιο με το θεατρικό, υποστηρίζει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. «Έζησα θυμάμαι ένα προσωπικό δράμα του Βέγγου που αφορούσε το θεατρικό του ξεκίνημα. Για να παίξεις τότε στο θέατρο έπρεπε να έχεις άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Για να μπορούσες να αποκτήσεις την άδεια έπρεπε να έχεις περάσει από μία δραματική σχολή. Ακολούθως, για να πας σε μία σχολή απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχεις απολυτήριο γυμνασίου. Ο Βέγγος δεν είχε τελειώσει το σχολείο. Έτσι έδινε συνέχεια εξετάσεις σε μία ειδική επιτροπή που λεγόταν «εκτάκτων ταλέντων».
Έδωσε 4 φορές, από το ’54 έως το ’61 και η επιτροπή με φανερή αμηχανία δεν του έδινε την άδεια παρόλο που με μερικά από τα μέλη της ο Βέγγος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν στον κινηματογράφο. Έκανε δικά του πράγματα. Όταν τελείωνε του έλεγαν τα μέλη της επιτροπής όπως ο Παπαμιχαήλ ή η Χατζηαργύρη να έρθει ξανά και την επόμενη φορά να έχει μάθει ένα συγκεκριμένο ρόλο, ένα κείμενο. Εκείνος όμως συνέχιζε με το ίδιο δικό του ρεπερτόριο ώσπου την τελευταία φορά υποπτεύομαι ότι τον σεβάστηκαν και του την έδωσαν», διηγείται.
Επαγγελματίας ηθοποιός πλέον, μπορούσε να παίζει και στο θέατρο, όπου ωστόσο περιορίστηκε σε επιθεωρήσεις. Αργότερα, εμφανίστηκε τρεις φορές στην Επίδαυρο, σε έργα του Αριστοφάνη. Στον κινηματογράφο όμως συνεχίζει να ανθίζει. Σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη τελειοποιεί την περσόνα του νευρικού Έλληνα, που δεν σταματά ποτέ να τρέχει. Τότε ζει τις πρώτες του μεγάλες επιτυχίες, με ταινίες όπως το «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» και το «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», οι οποίες αναγνωρίζονται και ως κοινωνιολογικά ντοκουμέντα.
Το 1964 ιδρύει την δική του εταιρεία παραγωγής, με την επωνυμία «ΘΒ-Ταινίες Γέλιου». Πολλές φορές πέρασε σε ρόλο σκηνοθέτη και από το 1965 έως το 1967 δημιούργησε πολλές κλασικές κωμωδίες. Με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;», σε σκηνοθεσία Ντίνου Κατσουρίδη, κερδίζει το 1971 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τα βραβεία κριτικών και κοινού.
Δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει στο σινεμά. Την δεκαετία του ’90 έπαιξε σε σημαντικές ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, όπως στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά και το «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη. Η τελευταία του εμφάνιση ήταν στην ταινία του Νίκου Τζίμα, «Το πέταγμα του κύκνου». Συνολικά, ο Θανάσης Βέγγος έπαιξε σε πάνω από 100 ταινίες, στις μισές από τις οποίες είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Μια σεμνή και αξιαγάπητη προσωπικότητα, ο Θανάσης Βέγγος, σύμφωνα με τον Κ. Γεωργουσόπουλο, «ήταν ένας σύγχρονος Καραγκιόζης με μία θεμελιώδη διαφορά. Ο Καραγκιόζης ο παραδοσιακός, που είναι ένας φτωχός, παρίας, περιθωριακός που προσπαθεί να επιβιώσει, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το Σαράϊ τού Πασά. Ο Βέγγος ήταν ένας παρίας που προσπαθεί να επιβιώσει αλλάζοντας κι εκείνος συνεχώς δουλειές, χωρίς όμως να εξαρτάται από ένα αντίστοιχο παλάτι. Ο Βέγγος το υπονόμευε συνεχώς και ήταν εναντίον της εξουσίας. Ένας αναρχούμενος άνθρωπος που δεν άλλαξε ποτέ, χωρίς να διακρίνεται από την επαναστατική επιθετικότητα της εποχής».