“Ο πόνος θα αποκτήσει φωνή μόνο εάν ο ακροατής γίνει συν-μάρτυρας, εάν δηλαδή κατασκευάσει μια δική του ιστορία για τον πόνο”
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
Από το Δίστρατο στα Άρματα κι από εκεί Πάδες, Παλιοσέλι, Ελεύθερο και μετά στον ανήφορο, στους πρόποδες του Γράμμου. Μέσα στη νύχτα διέσχισαν τον Σαραντάπορο ποταμό και μετά πάλι ανηφοριές: Πόλιστα, Πυρσόγιανννη, Βούρμπιανη… “Στον δρόμο, για να κρατήσουμε τα παιδιά σιωπηλά, τους λέγαμε να μη μιλούν για να μην ακούσουν τις φωνές μας οι αρκούδες…” λέει μία από τις συνοδούς, στην εφηβεία της τότε, που πέρασε τα σύνορα κρατώντας κάποια από τα μικρότερα παιδιά στην αγκαλιά της.
Πρώτος σταθμός η Κορυτσά, στην Αλβανία, όπου έμειναν για περίπου 25 ημέρες. Κι από εκεί στην Αυλώνα πριν από τον επόμενο σταθμό, που ήταν η Βουδαπέστη… “Μας καλοδέχτηκαν στην Αλβανία. Μας παρείχαν τρόφιμα, κουβέρτες, ρούχα, φάρμακα. Γέλια και χαρές από τα παιδιά.Όμως, κάποια στιγμή που τα πήγαν στον κινηματογράφο, τα παιδιά, βλέποντας στην οθόνη αεροπλάνα, άρχισαν να τρέχουν έξω από την αίθουσα, καθώς ήρθαν και πάλι στο μυαλό τους οι αεροπορικές επιδρομές στην πατρίδα. ‘Ξεφύγαμε από τα αεροπλάνα και μας φέρατε πάλι σ’ αυτά;‘“ ρωτούσαν με ένταση τις συνοδούς τους, που προσπαθούσαν να τα καθησυχάσουν.
Τον Μάρτιο του 1948, από τον ραδιοσταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας μεταδίδεται η παρακάτω ανακοίνωση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης: «Στο τελευταίο βαλκανικό συνέδριο των Νέων, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι στις 3 Μαρτίου 1948, έπειτα από πρόταση του Έλληνα αντιπροσώπου, αποφασίστηκε ομόφωνα από όλους τους αντιπροσώπους των δημοκρατικών χωρών να ενδιαφερθούν και να δώσουν βοήθεια σε παιδιά από την Ελλάδα. Τα παιδιά αυτά θα μεταφερθούν στις γειτονικές δημοκρατικές χώρες, όπου θα τους παρασχεθεί βοήθεια και εκπαίδευση». Στη συνέχεια, τον Μάιο του 1948, δημιουργήθηκε στη Βουδαπέστη η Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ), με επικεφαλής τον γιατρό Πέτρο Κόκκαλη, επιφορτισμένη να συντονίσει το έργο μεταφοράς και περίθαλψης των παιδιών στις χώρες υποδοχής. Στις αρχές του 1949, 25.000 παιδιά είχαν ήδη μεταφερθεί αρχικά στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία και αργότερα σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το στοιχειώδες ζητούμενο της εποχής, το οποίο επισημαίνει εύστοχα ο ψυχίατρος Δημήτρης Πλουμπίδης, στην κριτική εισαγωγή του για τη μακρόχρονη μελέτη της ψυχιάτρου Μαντώς Νταλιάνη (παιδί του Εμφυλίου και η ίδια, που έζησε και δούλεψε στη Σουηδία), που αφορούσε τις ψυχολογικές επιπτώσεις σε βάθος χρόνου στα “παιδιά του Εμφυλίου”:
“Δεν πρέπει να υποτιμούμε αυτό που γνώριζαν και γνωρίζουν όλες οι κοινωνίες, ότι δηλαδή οι καταδιωγμένοι χρειάστηκαν πρώτα – πρώτα τροφή, ρούχα και στέγη, και ένα περιβάλλον διατεθειμένο να τους συνδράμει, χωρίς αναγκαστικά να ενδιαφέρεται για την ‘ψυχολογία’ τους”.
Το «παιδομάζωμα», ή «παιδοσώσιμο», στοίχειωσε για πολλά χρόνια μεγάλο κομμάτι της ιστορικής αλλά και της προσωπικής μνήμης του Εμφυλίου. Πριν από την Ελλάδα, ανάλογες καταστάσεις είχαν δημιουργηθεί και στον τραγικό Εμφύλιο της Ισπανίας: Οι Δημοκρατικοί της κυβέρνησης της Μαδρίτης είχαν μετακινήσει στο εξωτερικό πάνω από 35.000 παιδιά από τις πόλεις που ήλεγχαν, ιδιαίτερα μετά τον φοβερό βομβαρδισμό της βασκικής πόλης Γκερνίκα (1937). Στο εσωτερικό της Ισπανίας, από την άλλη πλευρά, οι εθνικιστές του Φράνκο και της Φάλαγγας έφτιαξαν ειδικά κέντρα για τα παιδιά, τις «εστίες» της Κοινωνικής Πρόνοιας (Auxilio Social), αντίστοιχα από πολλές απόψεις με τις «παιδοπόλεις» της Φρειδερίκης, που δημιουργήθηκαν από την “Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος” (η οποία έμεινε να ονομάζεται “Έρανος της βασιλίσσης”) και εξέφραζε τις βασικές αρχές της μεταπολεμικής “εθνικοφροσύνης”. Κύρια χαρακτηριστικά ήταν ο αντικουμμουνισμός και η αντίληψη περί ιστορικής αποστολής του έθνους:
“Εν εθνικόν τείχος, από Θεσπρωτίας μέχρι Ορεστιάδος, αδιάβατον, διότι πίσω από αυτό θα ευρίσκωνται οι εις τας παιδοπόλεις καταρτισθέντες ακρίται μας και ο με πάλλουσαν την καρδίαν από εθνικήν πνοήν και συνείδησιν ελληνικός νέος ακριτισμός και ο οποίος την γέννεσίν του θα οφείλη εν παντί εις τας Παιδοπόλεις”.
Κάποιες εκτιμήσεις του ΟΗΕ για την Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’40 μιλούν για τον απίστευτο αριθμό των 380.000 ορφανών παιδιών από τον έναν ή και τους δύο γονείς, από το ξεκίνημα του ελληνοϊταλικού πολέμου μέχρι το τέλος του Εμφυλίου.
Η ταινία “Fils de Grece – Τα παιδιά του Εμφυλίου” του Διονύση Γρηγοράτου, που προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη, επαναφέρει στο προσκήνιο τις περιπέτειες των παιδιών του Εμφυλίου, είτε αυτών που μετακινήθηκαν προς τις χώρες του ανατολικού μπλοκ είτε προς τις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης. Στην ταινία μια νέα κοπέλα (Τζένη Σταυροπούλου) κάνει τη δική της έρευνα για τα παιδιά του Εμφυλίου με αφετηρία την ιστορία της γιαγιάς της: Εκείνη, έχοντας επιστρέψει από τη Σοβιετική Ένωση, όπου έζησε την προσφυγιά, αρνείται για χρόνια να μιλήσει, μέχρι που ένα βράδυ τη βρίσκουν σε ημικωματώδη κατάσταση σε ένα πάρκο. Η εγγονή αναλαμβάνει να τη φροντίσει και παράλληλα ξεκινά μια ιντερνετική αναζήτηση προκειμένου να βρει τις χαμένες “ψηφίδες” για το τραυματικό ιστορικό παζλ. Ο Γρηγοράτος συνθέτει το οπτικό μέρος της ταινίας του μέσα από τέσσερις “πηγές”: Είναι το έγχρωμο “τώρα”, το ασπρόμαυρο -και σπάνιο- αρχειακό υλικό, που συμπλέκεται με κάποιες στιγμές ασπρόμαυρης αναπαράστασης της εποχής εκείνης. Σε κάποιες ιδιαίτερες σκηνές έχουν προστεθεί και κόμικς που δίνουν μια τρίτη διάσταση στην αφήγηση του παρελθόντος χρόνου. Η μεγάλη διάρκεια της ταινίας ίσως κουράσει τον θεατή, ενώ είναι φανερό σε αρκετά σημεία ότι το σενάριο είχε ανάγκη περαιτέρω επεξεργασίας.
O τίτλος της ταινίας είναι δανεισμένος από τη δραματική έκκληση συναδέλφωσης που είχε απευθύνει με τηλεβόα στον Εθνικό Στρατό ο Γάλλος ποιητής Πολ Ελιάρ για τα παιδιά του Εμφυλίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια της ανάβασής του στον Γράμμο το καλοκαίρι του 1949, λίγο πριν από το τέλος του Εμφυλίου: «Παιδιά της Ελλάδας, απευθύνομαι σ’ εσάς, τους αγρότες, τους εργάτες, τους διανοούμενους, που υπηρετείτε αναγκαστικά στον στρατό μιας κυβέρνησης που δεν σας εκπροσωπεί […] Ένας εμφύλιος πόλεμος όπως ο δικός σας είναι ο πιο φοβερός από τους πολέμους και οι μόνοι που ωφελούνται είναι εκείνοι που σας οδήγησαν σ’ αυτόν».
Στο ερώτημα “Γιατί πάλι ο Εμφύλιος;” ο σκηνοθέτης της ταινίας Διονύσης Γρηγοράτος απαντά: “Για να κλείσει ένα κεφάλαιο της Ιστορίας, πρέπει πρώτα να μάθουμε τι ακριβώς έγινε τότε. Άλλωστε, ο αγώνας εκείνος αποτελεί ακόμη και σήμερα μια σπουδαία παρακαταθήκη”. Ο σκηνοθέτης δούλεψε για χρόνια, αναζητώντας ντοκουμέντα σε ιστορικά αρχεία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, έχοντας δημιουργήσει με πολύ κόπο ένα προσωπικό αρχείο με ταινίες που σχετίζονται με το αριστερό κίνημα.
Η κινηματογραφική διαδρομή του υπερβαίνει τις τέσσερις δεκαετίες: «Παράσταση για ένα ρόλο -Μικρασία – Εμφύλιος – Κυπριακό» (1978), «Ο φάκελος Πολκ στον αέρα» (1988), “Στον αστερισμό του Πόρτο-Λεόνε” (1991), “Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς” (1998), “Κανείς δε χάνει σε όλα” (1999), “Γειά σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!” (2001, παραγωγή ΕΡΤ – ΓΣΕΕ, συμμετοχή στα φεστιβάλ Τορόντο και Βανκούβερ), “2004 – Ο αγώνας των αφανών” (ντοκιμαντέρ για τους εργαζόμενους στα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων, 2004).