Όλη η χώρα μια φυλακή είναι φίλε. Όπως ακριβώς στο λέω…
(Από πραγματική συνομιλία στο μετρό, στην γραμμή Αγ.Μαρίνα-Σύνταγμα, ένα βράδυ Παρασκευής.
Έχω βελτιώσει κάποιες λεπτομέρειες που ο πιτσιρικάς δεν θυμόταν και έχω προσπαθήσει να κρατήσω αυτούσιο το ¨μαγκιόρικο¨ ύφος του.)
Όλη η χώρα φίλε μια πελώρια φυλακή. Όπως ακριβώς στο λέω.
Μαλακίες έλεγε ο σκατόψυχος ο Καραμανλής ότι είναι «φρενοκομείο». Στα μουρλάδικα βλέπεις και κανένα Ναπολέοντα και κανένα Μεγαλέξανδρο. Εδώ βλέπεις μόνο Αγιάννηδες.
Εδώ βλέπεις μόνο βρώμα, φτώχεια, δυστυχία, στραβωμένα μούτρα, νοικοκυραίους και μπάτσους. Πολλούς μπάτσους ρε φίλε. Είναι οι δεσμοφύλακες και μας έχουν μαντρώσει σαν τα γαλόπουλα. Περίβολος σοφρωνιστικού ιδρύματος έγιναν οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια. Να βγαίνουμε που και που να παίρνουμε λίγο αέρα μη μας πνίξει το κελί μας που αποκαλούμε σπίτι. Κλούβες και κωλάδικα παντού, ματατζήδες να σε κόβουν από πάνω μέχρι κάτω λες και είσαι ο χειρότερος φονιάς.
Όπως ακριβως στο λέω φίλε.
Θα σε ‘σοφρωνήσουν’ αυτοί μάγκα μου, θες δε θες. ‘Έκλεβες ρε’, σου λένε, ‘και θα πληρώσεις’. ‘Ζούσες πάνω από τις δυνατότητές σου και θα σέρνεσαι τώρα’. Πότε ρε μάστορα τον ρωτάω. Ένα δάνειο πήρε ο μαλάκας ο πατέρας μου το 2004 να φτιάξει ένα ‘κωλόσπιτο’, που έλεγε και ο Γιαννόπουλος, και θα το πληρώνει και αυτός και εγώ μέχρι να μας φάνε τα σκουλίκια ακόμα και τα κόκκαλα.
Σαν τον Μόντε Κρίστο στο νησί του Ιφ είμαστε. Αθώοι και πληρώνουμε καπρίτσια άλλων. Συλλάβανε και έχωσαν στην μπουζού τον πιτσιρικά, τον Ρωμανό. Δεν λέω τράπεζα έκλεψες κύριε θα πληρώσεις. Και αυτή μας έχει κλέψει τη ζωή. Αλλά δεν τους φτάνει αυτό ρε φίλε. Το μυαλό του θέλουν να δέσουν σφιχτά. Όπως ακριβώς στο λέω. Να σπουδάσει ρε θέλει, 20 χρονών παιδί είναι. Αλλά όχι θα τον τσακίσουν όσο μπορούν. Και όσο δε μπορούν, λυσσάνε τα καριόλια. Αν δεν τον τσακίσουν θα τον θάψουν.
Φυλακισμένοι ρε είναι και οι Σύριοι στο Σύνταγμα. Να φύγουν θέλουν αλλά δεν τους αφήνουν. Υπέγραψαν χαρτιά λέει και συνθήκες στα Δουβλίνα, να κάνουν την Ελλάδα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτοί ρε που βομβαρδίζουν τις χώρες τους, εδώ μας στέλνουν τους φτωχοδιαβόλους. Μια φυλακή ψυχών μέσα στο κέντρο της πόλης.
‘Να φύγουν από εκεί’, φωνάζει ο άλλος, ‘πρέπει να στολίσουμε’. Τι να στολίσεις ρε κακομοίρη; Αν βάλεις φωτάκια στη βρώμα, δεν θα κρύψεις τη μπίχλα. Θα την φωτίσεις και απλά θα φαίνεται και τη νύχτα. Οι μετανάστες όμως σου χάλασαν την μόστρα. Οι μετανάστες και οι άστεγοι.
Όλοι άστεγοι θα μείνουμε άλλωστε. Τι να το κάνεις το σπίτι μέσα στη φυλακή;
Μας γονάτισε ρε φίλε η ανεργία και να πεις δε σπούδασα; ΤΕΙ τελείωσα αλλά παπάρια. Σαν επισκεπτήριο είναι κάθε βδομάδα, να μου τα ακουμπάει η μάνα μου για να πάρω κανένα τσιγάρο. Ντρέπομαι να αντικρύσω τον πατέρα μου. 65 χρονών και ακόμα δουλεύει να μας ταΐσει όλους.
Σου δίνουν σου λέει μία υποαπασχόληση, ‘παρτ ταιμ’ στο λένε να ακούγεται ωραίο, να ξεχνιέσαι και 300 ευρώ για να κοροιδεύεσαι. Ούτε για καφέ δεν φτάνουν τα λεφτά. Στη φυλακή τουλάχιστον θα στον δίναν τζάμπα.
Ψέμματα σου λέω τόση ώρα. Χειρότερα από φυλακή είναι.
Άσυλο κανονικό. Με τα καγκελά του, τα τσιμέντα του, τους μπάτσους του, το ξύλο του.
Και να φύγεις να πας πού; Ούτε λεφτά για εισιτήριο δεν έχω.
Και πού να τους αφήσω όλους πίσω;
Και να κάτσεις να πεθάνεις εδώ;
Όχι ρε φίλε μην πεθάνεις.
Ο Μόντε Κρίστο δεν πέθανε μέσα στο ανήλιαγο κελί του. Βγήκε έξω και πήρε αυτό που του ανήκε.
Τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο.
Όπως ακριβώς στο λέω.