Βρέθηκα σήμερα αυτήκοος μάρτυρας σε μια συζήτηση που μου θύμισε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει σε τούτον τον τόπο από τις 25 του Γενάρη και μετά. Μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι έχουν περάσει περισσότερες από 100 μέρες και ότι εκτός από τις διαπραγματεύσεις με τους (συν)εταίρους, που πάνε κατά διαόλου, τα ίδια και μη χειρότερα, συμβαίνουν και στα καθ’ ημάς.
Η μητέρα μιας γνωστής μου, είχε την ατυχία να πέσει και να φάει τα μούτρα της. Κάταγμα του ισχίου, διέγνωσαν οι γιατροί. Άσχημα τα πράγματα για την καημένη τη γιαγιά.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, το σύνθημα των ειδικών, έμαθα, είναι “από το δωμάτιο των επειγόντων στο χειρουργείο”. Με άλλα λόγια, αν κάποιος σπάσει τον γοφό του, πρέπει να μεταφερθεί από τον θάλαμο επειγόντων περιστατικών στο χειρουργικό τραπέζι το συντομότερο δυνατόν, το αργότερο μέσα σε 24 έως 48 ώρες.
Όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χάνεται για την εγχείρηση, τόσο πιθανότερο είναι ο ατυχής να εκδηλώσει επιπλοκές λόγω της ακινησίας, όπως θρόμβους του αίματος, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, ακόμα και για τη ζωή του ασθενούς.
Τι συνέβη στην καημένη τη γιαγιά? Μα περίμενε ξαπλωμένη σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι για έξι μέρες χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται για την τύχη της. Η κόρη της, ευλόγως, τα είχε βάλει με την κυβέρνηση, η οποία τρέχει και πληρώνει τις δόσεις στους τοκογλύφους, αντί να διαθέσει, ως οφείλει, την απαιτούμενη ρευστότητα στα δημόσια νοσοκομεία που βουλιάζουν μέσα στο βούρκο της υποχρηματοδότησης.
Όμως, κάποιοι φίλοι την “πονήρεψαν” τη γνωστή μου, η οποία αφού φρόντισε να κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις, έβαλε ό,τι τέλος πάντων ήταν να βάλει σε ένα φάκελο κι έτσι, με το “γρηγορόσημο” αχρεωστήτως καταβεβλημένο, η καημένη η γιαγιά μπήκε κατευθείαν στο χειρουργείο και περαστικά της!
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν μπορεί να φταίει μια κυβέρνηση 100 ημερών για αυτήν τη χρόνια ηθική, κοινωνική κι εν τέλει και οικονομική κατάπτωση της κοινωνίας μας. Ούτε είναι δυνατόν μέσα σε 100 μέρες να διορθωθούν προπατορικά δεινά και χρόνιες παθογένειες.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ενδέχεται, αυτό το περιστατικό να μην είναι χαρακτηριστικό της συνολικής κατάστασης και ότι η καημένη η γριούλα εκτός από την ατυχία να πέσει από τη σκάλα του σπιτιού της είχε και την πρόσθετη ατυχία να πέσει στα χέρια ή μάλλον στα νύχια ενός επίορκου αλήτη που δεν δίστασε να θέσει τη ζωή της σε κίνδυνο, προκειμένου να πάρει τη βρώμικη αμοιβή του.
Θα μπορούσε να πει κανείς ό,τι θέλει για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αλλά θα έλεγε κάποιος άλλος ότι 100 μέρες θα ήταν αρκετές για να δρομολογηθούν οι έλεγχοι όλων των νοσοκομειακών γιατρών που οι εξευτελιστικές αμοιβές τους –όταν καταβάλλονται- δεν δικαιολογούν ούτε τις κουρσάρες τους ούτε τις σπιταρόνες τους ούτε τις παχυλές καταθέσεις τους, που τις έχουν ήδη μεταφέρει στην Ελβετία και αλλού και που τα ίχνη τους είναι ανεξίτηλα καταχωρισμένα στα τραπεζικά κιτάπια.
Πρώτα αυτά τα ρεμάλια που αφήνουν ανθρώπους να πεθαίνουν για να συνεχίζουν να πλουτίζουν αδικαιολόγητα. Πρώτα αυτά τα επίορκα καθάρματα και μετά τα υπόλοιπα τρωκτικά που παρεπιδημούν στα δικαστήρια, στις πολεοδομίες, στις εφορίες και στις άλλες δημόσιες υπηρεσίες που συναλλάσσονται με το κοινό και μας ξεζουμίζουν, διαβάλλοντας με την άθλια στάση τους όλους τους δημόσιους υπάλληλους και τους δημόσιους λειτουργούς. Κι ύστερα, βέβαια, να έρθει κι η σειρά των λαμογιότατων “συμπολιτών” του ιδιωτικού τομέα.
Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά και διάφορα, σπουδαία ή σπουδαιοφανή, αλλά ας μείνουμε ετούτη τη φορά στα απλά και τα καθημερινά, για να τα καταλάβει και να συμφωνήσει, ίσως, κι η χειρουργημένη η γιαγιάκα του παραδείγματος μας, από το κρεβάτι του πόνου της:
Στις 25 Ιανουαρίου, δεν ζητήσαμε με την ψήφο μας ούτε να γίνει καμιά επανάσταση ούτε να γίνει καμιά ανατροπή ούτε ζητήσαμε να έρθουν τα ύστερα του κόσμου. Αυτό που ζητήσαμε, ήταν από λίγο-λίγο, από σιγά-σιγά να ξεκινήσει η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης που τόσο βάναυσα κουρελιάζεται πολλά χρόνια τώρα, πολύ περισσότερα από τα χρόνια των μνημονίων.
Αυτό το απλό πράγμα ζητήσαμε με την ψήφο μας, διότι ετούτο το κουρέλιασμα της δικαιοσύνης ήταν που μας κατάντησε εδώ που μας κατάντησε κι έφερε μαζί και τα μνημόνια κι όλα τ’ άλλα τα κακά που έχουν πέσει στα κεφάλια μας και μας έχουν κάνει να δούμε τον ουρανό σφοντύλι. Κι έτσι, ελπίσαμε ότι από σιγά-σιγά, από λίγο-λίγο, θα βλέπαμε να μετουσιώνονται κι ο ζόφος μας σε έμπρακτες μεταρρυθμίσεις.
Πραγματικές μεταρρυθμίσεις, όχι αυτές τις αθλιότητες που επίμονα απαιτούν οι (συν)εταίροι μας.
Η σύνθεση του κειμένου από την ΟΚΤΑΝΑ